τσίτωμα

τσίτωμα
το, -ατος
1. ένταση, τέντωμα, τεζάρισμα, καργάρισμα: Τσίτωμα του σκοινιού.
2. μτφ., υπερένταση των δυνάμεων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσίτωμα — το, Ν βλ. τσήτωμα …   Dictionary of Greek

  • καργάρισμα — το [καργάρω] 1. υπερπλήρωση, υπερχείλιση, παραγέμισμα, ξεχείλισμα 2. υπερφόρτωση, παραφόρτωμα 3. υπερένταση, τέντωμα, τσίτωμα 4. σφίξιμο, δυνατή περίσφιγξη, μάγγωμα …   Dictionary of Greek

  • κόρδωμα — το [κορδώνω] 1. τέντωμα, τσίτωμα, τεζάρισμα 2. υπερήφανο και αγέρωχο βάδισμα ή παράστημα, καμάρωμα, έπαρση, υπεροψία …   Dictionary of Greek

  • παρατέντωμα — το [παρατεντώνω] υπερβολικό τέντωμα, μεγάλο τσίτωμα …   Dictionary of Greek

  • τέντωμα — το, Ν [τεντώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεντώνω, τάνυσμα, τσίτωμα («το τέντωμα τού σχοινιού») 2. ξεδίπλωμα («το τέντωμα τού πανιού») 3. μτφ. διάπλατο άνοιγμα («τέντωμα τής θύρας») …   Dictionary of Greek

  • τσήτωμα — και τσίτωμα, το, Ν [τσητώνω / τσιτώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσητώνω …   Dictionary of Greek

  • τάνυσμα — το ατος.1. τέντωμα, τσίτωμα: Το πρωί όλο τάνυσμα είναι. 2. σφίξιμο κατά την αποπάτηση ή τη γέννα. 3. ένταση προσπάθειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέντωμα — το, ατος 1. το ξεδίπλωμα: Τέντωμα του υφάσματος. 2. τσίτωμα, τεζάρισμα: Τέντωμα του σκοινιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”